ψωμός

ψωμός
ὁ, ΜΑ
1. μπουκιά ψωμιού
2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) μπουκιά φαγητού
2. (γενικά) άρτος, ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα -μός. Η λ. με αρχική σημ. «μπουκιά ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (πρβλ. ψωμί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψωμός — morsel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοῖς — ψωμός morsel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοῖσι — ψωμός morsel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοί — ψωμός morsel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμοῦ — ψωμός morsel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμούς — ψωμός morsel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμῶν — ψωμός morsel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμῷ — ψωμός morsel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωμόν — ψωμός morsel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”